χυλός

χυλός
ο, ΝΜΑ
φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής
νεοελλ.
1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με βρασμό, κν. κουρκούτι
2. παραβρασμένο, πολτοποιημένο φαγητό («τα φασόλια γίνανε χυλός»)
3. (διαλ.) οι χυλοπίτες
4. παροιμ. «όποιος κάηκε στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έπαθε κάτι είναι, ύστερα, πολύ προσεκτικός
μσν.-αρχ.
ο οπός, ο χυμός τών φυτών (α. «χυλὸς βοτάνης», Γεωπ.
β. χυλὸς σταφυλῆς», Διοσκ.)
αρχ.
1. αφέψημα από χοντροαλεσμένο και στραγγισμένο κριθάρι, που χρησιμοποιούσαν ως τροφή ασθενών («οἱ νοσοῡντες χυλὸν πτισάνης ῥοφοῡσι», Αριστοφ.)
2. η γεύση που προέρχεται από τον χυμό («οὐ δύναμαι νοῆσαι τἀγαθὸν ἀφαιρῶν... τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς», Επίκ.)
3. (ποιητ.) το σάλιο τού Κερβέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χῡ-λό-ς (πρβλ. ξύ-λο-ν) και χῡ-μός (πρβλ. θυ-μός, ψω-μός) ανάγονται από τους περισσότερους μελετητές στη μηδενισμένη βαθμίδα χῠ- τής ρίζας τού ρ. χέω*, παρά τα προβλήματα που γεννά η μακρότητα τού -- στους τ. αυτούς και για την οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μία άποψη, το -- οφείλεται σε έκταση για εκφραστικούς λόγους, αναμενόμενη σε τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, οι λ. χυλός, χυμός έχουν προέλθει από τ. *ghus-lo- και *ghusmo- __ανάγονται δηλαδή σε μία μορφή *ghus- τής ρίζας *gheu- / *ghu- τού χέω, με παρέκταση -*s- (πρβλ. τοχαρ. Β' kusam, γ' εν. ενεστώτα, βλ. και λ. χέω)— οπότε το -- είναι προϊόν τής αντέκτασης μετά την απλοποίηση τών συμφωνικών συμπλεγμάτων *sl-και *-sm-. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, οι λ. χυλός, χυμός έχουν σχηματιστεί με επιθήματα *slo-, *-smo-, παρλλ. μορφές τών *-lο- και *-mo-, μέσω τ. *χῠ-σλο- και *χῠ-σμο-, με αντέκταση τού --. Ωστόσο, ενώ η μορφή *-smo- τού επιθήματος είναι συνηθισμένη (πρβλ. δε-σμός), η μορφή *-slo- δεν απαντά, γεγονός που δυσχεραίνει την αποδοχή αυτής τής ερμηνείας. Τέλος, ειδικότερα για τον τ. χυμός, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι το μακρό -- έχει προέλθει από επίδραση του μακρού φωνήεντος τών λ. ζύ-μη, ζω-μός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χυλός — ο 1. πολτός από αλεύρι ή άλλη ουσία, κουρκούτι, είδος φαγητού που γίνεται με το βράσιμο νερού και αλευριού: Στη γερμανική Κατοχή ο χυλός ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες τροφές. 2. παροιμ., «Όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», λέγεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυλός — χῡλός , χυλός juice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] …   Dictionary of Greek

  • μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • γαλαξία — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * γαλαξία, η (Α) [Γαλάξια] χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη… …   Dictionary of Greek

  • ολόχυλος — ὁλόχυλος, ον (Μ) βρεγμένος τελείως από τη βροχή μουσκεμένος, κατάβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χυλός (πρβλ. πολύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύχυλος — η, ο / πολύχυλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυλό, πολύ ζουμερός αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να λάβει μεγάλη έκταση, μεγάλη διάχυση, πολύχους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος)] …   Dictionary of Greek

  • χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • χυλόν — τὸ, Μ χυλός από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • сок — I I, род. п. а; также заболонь дерева , колымск. (Богораз), укр. сiк, род. п. соку, блр. сок, др. русск., ст. слав. сокъ χυλός (Супр.), болг. сок, сербохорв. со̑к, род. п. со̏ка, словен. sọ̑k, род. п. sо̣̑kа, sоkа̑, польск. sok, в. луж., н. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”